Τι έχει συμβεί μέχρι στιγμής:
Στα πρώτα κεφάλαια ένας άγνωστος άντρας εισβάλει και δέρνει τους επτά νάνους που παρενοχλούσαν και βιάζαν τη Χιονάτη, ιδιοκτήτρια ενός μπαρ στο Μοναστηράκι. Οι νάνοι γεμάτοι ντροπή για το κάζο που έπαθαν συμβουλεύονται τον αρχινάνο για το τι πρέπει να κάνουν. Στο μεταξύ η Χιονάτη κάνει μια ήρεμη βόλτα και αναρωτιέται ποιος ήταν αυτός ο κύριος που την έσωσε; Που θα μπορούσε να τον ξανασυναντήσει;
Συνέχεια ιστορίας:
Το ξημέρωμα έμοιαζε ήσυχο, μα η γη έτριζε από μέσα.
Οι επτά μαζεύτηκαν πίσω απ’ τον στάβλο, εκεί που η μούχλα έπνιγε τα σανίδια και η υγρασία έσταζε απ’ τις φτέρες, συνεχίζοντας τη συζήτηση που είχαν με τον Αρχινάνο.
«Αν δε θέλει να καταλάβει με το καλό…», μουρμούρισε ο Τριχωτός.
«Θα καταλάβει με τα μάτια της γεμάτα λάσπη», απάντησε ο Αρχινάνος, με φωνή ψυχρή σαν πέτρα ξεχασμένη στον πάτο ποταμού.
Ένας ψίθυρος συμφωνίας απλώθηκε. Ήξεραν πώς να φτιάξουν ιστορίες. Είχαν ρίξει κόσμο στα τάρταρα μόνο με λέξεις. Και τώρα, σκέφτονταν να κάνουν το ίδιο με τον άγνωστο άντρα που είχε τολμήσει να πλησιάσει την παλιά τους Χιονάτη.
Στο μεταξύ, μέσα στο μπαρ, η Χιονάτη σφουγγάριζε τα πατώματα.
Το φως της μέρας πάλευε να ξεπλύνει τις σκιές της νύχτας.
Η κόρη της, καθισμένη στον πάγκο, έδενε τα κορδόνια της.
— «Μαμά… Φοβάσαι;»
Η Χιονάτη σταμάτησε για λίγο. Ανοιγόκλεισε 2 φορές τα μάτια της. Έπειτα αποκρίθηκε:
— «Φοβάμαι ότι οι νάνοι πάντα ξέρουν να σκάβουν εκεί που δεν τους βλέπει κανείς. Ότι δεν θα έρθει ξανά εκείνος ο άντρας. Ότι θα μείνουμε πάλι μόνες μας, απέναντι σ’ αυτούς που μας βιάζουν, που μας παρενοχλούν που αν και δε ξεχνούν ποτέ το παρελθόν — το αλλάζουν».
Η κόρη την κοίταξε με μάτια καθαρά, χωρίς ιστορία.
— «Εγώ είμαι εδώ. Δεν είσαι μόνη».
— «Πάμε να καθαρίσουμε λίγο κι έξω». Αποκρίθηκε η μητέρα της.
=============================================================================================
Μια στιγμή μονάχα φως. Μετά, η πόρτα άνοιξε και η μέρα βάφτηκε σκούρα.
Οι πρώτοι πελάτες είχαν ήδη φτάσει. Ήχοι από γέλια, φλιτζάνια, κροταλίσματα ποτηριών. Αλλά πίσω απ’ όλα, εκεί, στη γωνία του ματιού, σαν σκιά πίσω από κουρτίνα, οι νάνοι. Ξανά.
Ήρθαν τρεις. Πρώτοι. Βαριά βήματα, απειλή χωρίς ήχο.
Κανείς δεν τους χαιρέτησε. Κι όμως κανείς δεν τους αγνόησε. Ένας περίεργος φόβος και μια τάση για φύση έπιανε όλους τους κανονικούς πελάτες όταν εμφανίζονταν.
Η Χιονάτη ταράχτηκε. Δεν μπορούσε να τους διώξει. Το ήξερε. Κανείς δεν μπορούσε. Έλεγχαν την περιοχή με φήμες, με λάσπη, με μυστικά, με τρόμο.
Με την άκρη του ματιού της είδε τον αρχινάνο να ψιθυρίζει με έναν γνωστό μαγαζάτορα. Πρέπει να ήταν ώρα εκεί. Άξαφνα θυμήθηκε κάτι που της είχε πει ένας παλιός, κουρασμένος άντρας: «Πρέπει να μάθεις να ζεις με τους λύκους, αλλιώς θα σε φάνε».
Και τότε, εκεί, χαμηλά στο παντελόνι ενός νάνου, παρατήρησε κάτι μεταλλικό. Το δέρμα της σκλήρυνε σαν να ερχόταν καταιγίδα.
Ήταν ένα πιστόλι προσεκτικά τοποθετημένο ώστε να το δει μόνο η ίδια.
Για μια στιγμή, ο κόσμος της έπαψε να κινείται.
Σαν να πάγωσε το παρόν.
Σαν να την κράταγε το πάτωμα από τους αστραγάλους και πάνω.
Δεν υπήρχε ελπίδα. Όχι έτσι όπως είχαν γυρίσει. Όχι αν δεν εμφανιζόταν εκείνος.
Κι αν δεν ξαναεμφανιζόταν ποτέ; Αλλά και να εμφανιζόταν, τι θα έκανε αυτή τη φορά αν οι νάνοι έχουν πιστόλι;
Κι αν είχε έρθει μόνο για μια νύχτα, σαν όνειρο που δεν θυμάται το πρωί; Ανοιγόκλεισε άλλες 2 φορές τα μάτια της.
(Τέλος κεφαλαίου. Συνεχίζεται… σε 15 μέρες.)