Αγαπητοί φανατικοί αναγνώστες του Γεωγράφος.gr, το 2ο κεφάλαιο της Χιονάτης του Neon Bar είναι γεγονός.

Απολαύστε το!

Η βραδινή υγρασία έπλεκε στα μαλλιά της Χιονάτης μια ανεπαίσθητη στέψη από αλάτι και θολές σκέψεις. Είχε απομακρυνθεί από το NEON Bar. Τα ντουβάρια είχαν ακόμη μέσα τους τις κραυγές, τις μπουνιές, τα βήματα φυγής. Τώρα καθόταν σε ένα χαμηλό πεζούλι, δίπλα σ’ ένα κατάστημα που δεν ήξερε καν αν λειτουργεί. Το κινητό της είχε μπαταρία, αλλά δεν είχε ποιον να καλέσει.

«Ποιος ήταν αυτός;» αναρωτήθηκε.

«Μελαχρινός, ψηλός, κάπως… λυπημένος. Ήταν σαν να ήξερε. Σαν να είχε δει από πριν τι θα γινόταν. Και δεν του είπα ούτε “ευχαριστώ”… ούτε το όνομά μου».

Ένιωσε κάτι να σφίγγεται μέσα της. Μια ορμή, κάτι σαν μελαγχολία, κάτι σαν εκείνη τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι δεν κράτησες το βλέμμα όταν περνούσε από μπροστά σου.

«Πώς θα τον βρω; Από πού να αρχίσω;»

Ίσως το NEON να ήταν το νήμα. Κάποιος από τους τακτικούς θα τον είδε. Κάποιος μπορεί να ξέρει κάτι.

Οι νάνοι… όχι απλώς επιζούσαν — είχαν αρχίσει να οργανώνονται.

Σε μια σκοτεινή αποθήκη, γεμάτη καπνούς, ήχους από σωλήνες και ξεχαρβαλωμένες καρέκλες, επτά φιγούρες άρχισαν να ανακτούν τις αισθήσεις τους. Ξύλο. Κανονικό ξύλο είχαν φάει, όχι αστεία. Κάποιοι ακόμη είχαν τις παλάμες στο πρόσωπο, άλλοι έφτυναν αίμα ανάμεσα στα μουστάκια τους.

Ο κοντότερος μίλησε πρώτος:

«Αυτός δεν ήταν τυχαίος. Ήξερε πού να χτυπήσει. Ήξερε ποιον να αφήσει τελευταίο».

Ο δεύτερος, πιο κακιασμένος, ξεστόμισε την ιδέα:

«Να φωνάξουμε τον Αρχινάνο».

Μια σιωπή έπεσε σαν πέτρα.

«Αυτόν; Τον ασπρομάλλη; Τον παλιό;

Αυτόν που κρατάει τα χαρτιά της, τις διαδρομές της, που την σπρώχνει με το ζόρι από χώρο σε χώρο; Αυτόν που της χαμογελάει σαν σύμβουλος, αλλά την κουμαντάρει σαν μπράβος;»

«Ναι. Αυτόν ακριβώς. Δεν έχει σημασία αν η Χιονάτη τον εμπιστεύεται ακόμη. Εκείνος την μετακινεί. Κι αυτό, φίλοι μου, είναι η αρχή της υποταγής».

Ένας-ένας οι νάνοι έγνεψαν. Ήταν ώρα να ξαναβάλουν μπροστά το σχέδιο.

Εικόνα: Οι νάνοι έπειτα από τον ξυλοδαρμό για την παρενόχληση ανασυγκροτούνται.

Όχι πια τυχαίες ενοχλήσεις. Όχι πια μικρές επιθέσεις.

Αν ήθελαν να παραμείνουν αυτοί που ρυθμίζουν τη ζωή της, έπρεπε να εξουδετερώσουν τον Άγνωστο.

Και γι’ αυτό χρειαζόταν ο Αρχινάνος.

Οι νάνοι κάθισαν σε ημικύκλιο γύρω από ένα τραπέζι που μύριζε υγρασία και καμένο πλαστικό. Ο Αρχινάνος στεκόταν απέναντί τους, με βλέμμα που είχε δει πολλά — και είχε ξεχάσει περισσότερα.

Τα μαλλιά του ήταν λευκά, όχι από ηλικία, αλλά από διαστρεβλωμένη σοφία. Δεν μιλούσε με θυμό — ήταν πονηρός, και μιλούσε πάντα με στρατηγική. Έσερνε μαζί του μια βαλίτσα παλιά, που μέσα δεν είχε ρούχα, αλλά συμφωνίες, διευθύνσεις, υπενθυμίσεις για το πού πρέπει να είναι η Χιονάτη και γιατί.

«Θα επιστρέψει στο μαγαζί», είπε.

«Ό,τι κι αν έγινε, δεν ξέρει να μένει μακριά από αυτό που έχτισε. Είναι κομμάτι της. Και θα ξανανοίξει. Γι’ αυτό πρέπει να κινηθούμε γρήγορα».

Οι νάνοι τον κοίταξαν με βλέμμα καρφωμένο.

«Και ο ψηλός; Αυτός με τα μαύρα μάτια;»

Ο Αρχινάνος σήκωσε το βλέμμα του.

«Θα τον βρούμε. Όσο εκείνη διστάζει, εμείς θα πράξουμε. Στο μεταξύ, κάτι θα σκεφτώ κι εγώ για να τον εξουδετερώσουμε».

Και με μια φωνή σχεδόν μηχανική, σχεδόν ορκισμένη, επτά φωνές συντονίστηκαν σαν παλιά μηχανή που ζεσταίνεται:

«Πάμε να τον βρούμε. Πριν εκείνη επιστρέψει. Πριν ξανανοίξει το NEON Bar».