Στις μέρες μας, η πρόληψη διαφόρων συνεπειών της κλιματικής αλλαγής είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη. Είναι γεγονός ότι τα κράτη δείχνουν να συνειδητοποιούν όσο μπορούν, την αναγκαιότητα των συζητήσεων και της εύρεσης κοινών λύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Ανάλογες πρωτοβουλίες του ΟΗΕ και της ΕΕ τείνουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ένα από τα προβλήματα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή αφορά στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που προκύπτουν από τα ορυκτά καύσιμα και τη βιομηχανία.
Πρωταθλήτρια σε αυτόν τον τομέα, δείχνει να είναι η Κίνα σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του ourworldindata.
Για το 2022 η Κίνα δείχνει να εκπέμπει 11,4 δις τόνους CO2 ετησίως, με δεύτερες τις ΗΠΑ οι οποίες εκπέμπουν 5,06 δις. Ινδία και Ρωσία ακολουθούν με 2,83 και 1,65 δις τόνους αντίστοιχα.
Εκτός της Ρωσίας και της Τουρκίας που συγκατελέγονται σε δύο ηπείρους, στην Ευρώπη οι πιο ρυπογόνες χώρες είναι κατά σειρά οι: Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία και Ηνωμένο Βασίλειο με 665,6 338,1 323,12 και 318,65 εκατομμύρια τόνους αντίστοιχα.
Συνολικά οι εκπομπές CO2 παγκοσμίως από τις δύο πάντα αυτές δραστηριότητες (ορυκτά καύσιμα και βιομηχανία) υπολογίζονται σε 37.15 δισεκατομμύρια τόνους.
Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί ότι όταν τα δεδομένα σταθμιστούν με πληθυσμιακά δεδομένα, οι κατα κεφαλήν εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα διαφέρουν. Πρώτη χώρα σε αυτήν την περίπτωση είναι το Κατάρ, τα ΗΑΕ, το Κουβέιτ, το Τρινιτάντ και Τομπάγκο και το Μπρουνέι με 37,8 25,8, 25,6 24 και 22.4 τόνους αντίστοιχα. Η “κατά κεφαλήν ρύπανση” των ΗΠΑ και της Κίνας είναι στους 15,6 τόνους και 8 τόνους αντίστοιχα. Τη δε Κίνα ξεπερνούν αρκετές χώρες όπως ο Καναδάς, η Ρωσία, η Αυστραλία, η Τσεχία, η Σαουδική Αραβία, η Μογγολία και το Καζακστάν.